-
1 готовый
готовый 1) έτοιμος \готовыйое платье το έτοιμο φόρεμα вы \готовыйы? είστε έτοιμοι; обед готов το φα(γ)ί είναι έτοιμο 2) (согласный на что-л.) πρόθυμος (να)* * *1) έτοιμοςгото́вое пла́тье — το έτοιμο φόρεμα
вы гото́вы? — είστε έτοιμοι
обе́д гото́в — το φα(γ)ί είναι έτοιμο
2) (согласный на что-л.) πρόθυμος (να) -
2 готовый
готов||ыйприл1. (законченный) ἐτοιμος, ἀποτελειωμένος:обед готов τό φαγητό εἶναι ἔτοιμο· \готовыйое платье τό ἐτοιμο φουστάνι, τό ραμμένο φόρεμα· \готовыйые изделия τά ἐτοιμα είδη·2. (склонный, согласный) ἐτοιμος, πρόθυμος/ (προ)διατε-θειμένος (намеревающийся):\готовый заплакать ἐτοιμος νά κλάψει· \готовый на любу́ю жертву ἐτοιμος νά ὑποστεί κάθε θυσία· ◊ жить на всем \готовыйом ζῶ ἀπό τά ἐτοιμα, ζῶ στά χαζίρικα· \готовый к услу́гам ἐτοιμος, πρόθυμος νά ἐξυπηρετήσω· будь готов! (клич пионеров) ἔσω ἐτοιμος!· всегда готов! (ответный возглас пионеров) πάντα (πάντοτε) ἐτοιμος! -
3 готовый
επ., βρ: -тов, -а, -о.1. έτοιμος•готовый костюм έτοιμο κοστούμι•
обед готовый το φαγητό είναι έτοιμο.
2. διατεθημένος, πρόθυμος.3. (απλ.) πέθανε.(απλ.) μεθυσμένος σκνίπα.εκφρ.готовый к услугам – παλ. στη διάθεση σας (στο τέλος της επιστολής πριν την υπογραφή)"на всем -ом (жить) βαστιέμαι γερά•будь -ов! – να είσαι έτοιμος!•всегда -ов – πάντοτε έτοιμος ! -
4 металл
το μέταλλ/οнаплавлять - γεμίζω με -, ηλεκτροκολλώ με --тяжёлый - хим. βαρύ -чёрные - ы μαύρα - α, ευτελή - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > металл
-
5 продукт
το προϊόνвторичный - торг. δευτερεύον -консервированные - ы κονσερβοποιημένα/συντηρημένα - ταпервичный - αρχικό -, η πρώτη ύληприбавочный - эк. το υπερ-προϊόνпродовольственные - ы τα τρόφιμα, τα εδώδιμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продукт